- φωτογραφώ
- φωτογράφησα, φωτογραφήθηκα, φωτογραφημένος, παίρνω φωτογραφίες, παίρνω εικόνες αντικειμένων με φωτογραφική μηχανή, φωτογραφίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτογραφώ — έω, Ν [φωτογράφος] φωτογραφίζω … Dictionary of Greek
φωτογράφηση — η, Ν η ενέργεια τού φωτογραφώ, η λήψη φωτογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογράφησις, μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
δαγγεροτυπώ — και δαγγεροτυπώνω φωτογραφώ με τη μέθοδο τής δαγγεροτυπίας … Dictionary of Greek
φωτογράφημα — το, Ν 1.το αποτέλεσμα τής φωτογράφησης, φωτογραφία 2. (τοπογρ.) το φωτόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
χρονοφωτογραφώ — έω, Ν [χρονοφωτογράφος] φωτογραφώ τις κινήσεις αναλύοντάς τις σε ίσα και μικρά χρονικά διαστήματα … Dictionary of Greek
φωτογραφίζω — φωτογράφισα, φωτογραφίστηκα, φωτογραφισμένος, φωτογραφώ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)